περιλαμβάνω

περιλαμβάνω
ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω]
νεοελλ.
1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας»)
2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα)
3. μτφ. επιπλήττω («μόλις μέ είδε, μέ περίλαβε και μού τά έψαλε»)
νεοελλ.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, πιάνω
2. εμπεριέχω, περικλείω (α. «το κτήμα περιλαμβάνει και δύο αξιοποιήσιμα κτίσματα» β. «πολλά είδη ἑνὶ ὀνόματι περιλαμβάνειν», Πλάτ.
γ. «περιλαμβάνειν τὴν δύναμιν όλου τού πράγματος», Ισοκρ.)
3. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω («στα έξοδα νοσηλείας περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για τα φάρμακα»)
4. καθορίζω αυστηρώς και ρητώς, σχηματίζω σύμφωνα με νομικό τύπο
μσν.-αρχ.
περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω («καὶ περιλαβὼν αὐτὸν ἐφίλησε» — και, αφού τόν αγκάλιασε, τόν φίλησε, ΠΔ)
αρχ.
1. (με εχθρική σημ.) περικυκλώνω και απομονώνω, αποκόπτω («μετεώρους τὰς ναῡς περιλαμβάνω» — αποχωρίζω, αποκόπτω τα πλοία στο πέλαγος, Θουκ.)
3. περιφράσσω
4. κρατώ υπό τον έλεγχό μου, αναχαιτίζω
5. (γεωμ.) εγγράφω ορθογώνιο
6. (για σφαίρα) περικλείω στερεά σχήματα
7. περικυκλώνω, πολιορκώ
8. (κυρίως για νερό) καλύπτω από επάνω, σκεπάζω
9. λαμβάνω υπό την κατοχή μου, λαμβάνω ως κτήμα, καταλαμβάνω («ἅπαντα τὰ ἐκείνου περιλαμβάνειν», Ισαί.)
10. αποκτώ, κερδίζω
11. περικαλύπτω, επενδύω, περιτυλίγω
12. παθ. περιλαμβάνομαι
συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι, κυριεύομαι
13. φρ. α) «περιλαμβάνομαι τῷ καιρῷ»
μτφ. αναγκάζομαι, πιέζομαι από τις περιστάσεις
β) «πολλὸν τοῡ ἀσφαλέος περιλαμβάνω» — είμαι πολύ ασφαλής (Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιλαμβάνω — περιλαμβάνω, περιέλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: περιλαβαίνω – περιλαμβάνω : τα δύο ρ. διαφοροποιούνται ως προς τις σημασίες. Το περιλαβαίνω σημαίνει → αρπάζω, τσακώνω (π.χ. θα σε περιλάβω και θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!). Το περιλαμβάνω… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιλαμβάνω — embrace pres subj act 1st sg περιλαμβάνω embrace pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαμβάνῃ — περιλαμβάνω embrace pres subj mp 2nd sg περιλαμβάνω embrace pres ind mp 2nd sg περιλαμβάνω embrace pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαβόν — περιλαμβάνω embrace aor part act masc voc sg περιλαμβάνω embrace aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαβόντα — περιλαμβάνω embrace aor part act neut nom/voc/acc pl περιλαμβάνω embrace aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαβόντων — περιλαμβάνω embrace aor part act masc/neut gen pl περιλαμβάνω embrace aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαμβανομένων — περιλαμβάνω embrace pres part mp fem gen pl περιλαμβάνω embrace pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαμβανόμενον — περιλαμβάνω embrace pres part mp masc acc sg περιλαμβάνω embrace pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαμβανόντων — περιλαμβάνω embrace pres part act masc/neut gen pl περιλαμβάνω embrace pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλαμβάνει — περιλαμβάνω embrace pres ind mp 2nd sg περιλαμβάνω embrace pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”